- λύτρῳ
- λύτρονprice of releaseneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυτρώ — λυτρῶ, όω (AM) βλ. λυτρώνω … Dictionary of Greek
λυτρῶ — λυτρόω release on receipt of a ransom pres subj act 1st sg λυτρόω release on receipt of a ransom pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BALEARES — vulgo Maiorque, et Minorque, duae insul. Maris Mediterran. ante Hispan. quarum maior, quae Orientem spectat, longa est 100. mill. pass. circuitu 380. Cuius praecipua oppida olim fuêre Palam, et Pollentia. Minor longa est 60. ambitu 150. Sic… … Hofmann J. Lexicon universale
αλύτρωτος — η, ο (Α ἀλύτρωτος, ον) αυτός που δεν λυτρώθηκε, δεν ελευθερώθηκε ή δεν μπορεί ακόμη να ελευθερωθεί νεοελλ. 1. συνήθως στον πληθ. οι αλύτρωτοι ομοεθνείς που βρίσκονται ακόμη κάτω από τον ζυγό ξένου κυριάρχου σήμερα χρησιμοποιείται ιδίως για τους… … Dictionary of Greek
αναλυτρώ — ἀναλυτρῶ ( όω) (Α) [λυτρῶ] καταβάλλω λύτρα και ελευθερώνω αιχμάλωτον, απολυτρώνω … Dictionary of Greek
λυτρώνω — (AM λυτρῶ, όω) [λύτρα] 1. απελευθερώνω αιχμάλωτο λαμβάνοντας λύτρα, ως αντάλλαγμα 2. απαλλάσσω κάποιον από κακό (α. «ο θάνατος τόν λύτρωσε από τα βάσανα» β. «μηδ ἐκ τῶν ἰδίων λελυτρῶσθαι πένητες ἄνθρωποι», Δημοσθ.) μσν. εξαγοράζω αρχ. 1. (κατά… … Dictionary of Greek
παραλυτρούμαι — όομαι, Α 1. εξαγοράζομαι με λύτρα 2. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως ουσ.) Παραλυτρούμενος τίτλος κωμωδίας τού Σωτάδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λυτρῶ / λυτροῦμαι (< λύτρον)] … Dictionary of Greek